"Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει" (Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, Βιβλίο Α' )

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

H δασεία στα αρχαία Ελληνικά





Η δασεία, η οποία σημειώνεται σε έναν αριθμό λέξεων της αρχαίας Ελληνικής, αποτελούσε έναν δασύ ήχο, όπως αυτός που ακούγεται στην αρχή της αγγλικής λέξης home. Για την παράστασή του οι περισσότεροι Έλληνες (ανάμεσά τους και οι Αθηναίοι) χρησιμοποίησαν αρχικά το γράμμα Η (ήτα), όπως ακριβώς συμβαίνει και στο λατινικό και τα νεότερα ευρωπαϊκά αλφάβητα. 

Σταδιακά, ωστόσο, επικράτησε η ιωνική χρήση του Η για την παράσταση του μακρού e (=εε = η). Αργότερα αυτός ο φθόγγος «έκλεισε» σεi, γι’ αυτό και σήμερα το ήτα δηλώνει ήχο ίδιο με το γιώτα. Π.χ. Α.Ε. κῆπος = keepos > kipos = κήπος Ν.Ε.

Προκειμένου να δηλωθεί η δασεία, οι γραμματικοί της ελληνιστικής εποχής χρησιμοποίησαν το αριστερό μισό του Η, δηλαδή ⱶ (σημειούμενο πάνω από το φωνήεν), το οποίο αργότερα στρογγυλοποιήθηκε και εξελίχτηκε στη γνωστή δασεία. 

Η ψιλή (το δεξί μισό του Η), δήλωνε απλώς την έλλειψη του δασέος πνεύματος. Η δασεία προφερόταν κατά την ελληνιστική εποχή, όπως δείχνουν τα δάνεια της λατινικής γλώσσας από την Ελληνική (λ.χ. historia), αλλά ως το 2ο αιώνα μ.Χ. είχε χαθεί πια από τη γλώσσα μας. Η απώλεια της δασείας είχε συμβεί αιώνες νωρίτερα σε ορισμένες ελληνικές διαλέκτους, όπως η ιωνική ή η αιολική (ψιλωτικές διάλεκτοι), όπου πρέπει να είχε πάψει να ακούγεται ήδη από την εποχή του Ομήρου.

Ορισμένα αξιοσημείωτα φαινόμενα:

α) Ιστορικά οι περισσότερες δασείες προήλθαν από προϊστορικό σ-, το οποίο εξασθένησε. Πβ. λ.χ. τη διπλοτυπία σῦς και ὗς. Στο εσωτερικό της λέξης το -σ- ανάμεσα σε δύο φωνήεντα αδυνάτισε πρώτα σε -h- και στη συνέχεια χάθηκε ολότελα. Π.χ. (τοῦ) βέλεσος > βέλεhος > βέλεος και με συναίρεση (τοῦ) βέλους. Η ενδιάμεση φάση (βέλεhoς) διατηρείται ακόμη στις μυκηναϊκές πινακίδες (1400-1200 π.Χ.). 

β) Δασεία προήλθε επίσης από αρχικό ημίφωνο y. Π.χ. yός > hός > ὅς.

γ) Στην αρχή μιας λέξης το ρ- έπαιρνε δασεία (ῥ). Σύμφωνα με την πιθανότερη ερμηνεία η προφορά του ρ- εδώ ήταν άηχη. Πολλές φορές υποκρύπτεται πρωταρχικός τύπος σρ-. Π.χ. σρέω > hρέω > ῥέω.

δ) Η συνάντηση ενός τ, κ, π με τη δασεία κατά τη σύνθεση έδινε θ (=τh), χ(=κh), φ (=πh). Π.χ. κατά + ἡμέρα > κατ+ἡμέρα > καθημερινός. ἐπί+ἡμέρα > ἐπ+ἡμέρα > ἐφημερία κ.ο.κ.

ε) Σε άλλες περιπτώσεις σύνθεσης η δασεία άλλοτε διατηρούνταν και άλλοτε χανόταν. Για παράδειγμα γραμματικοί μας πληροφορούν ότι το επίθετο φίλιππος διατηρούσε την εσωτερική δασεία (φίλἱππος), αλλά ως κύριο όνομα την έχανε (Φίλιππος). 

Οι επιγραφές άλλοτε σημειώνουν την εσωτερική δασεία και άλλοτε όχι (π.χ. εὔορκος, αλλά και εὔhορκος), γεγονός που δείχνει ότι η άρθρωσή της ήταν προαιρετική και εξαρτιόταν πιθανώς και από παράγοντες όπως το ύφος, η ταχύτητα ομιλίας ή το κατά πόσο τα δύο συνθετικά είχαν ενωθεί πλήρως ή όχι στη συνείδηση του ομιλητή.

στ) Η υποχρεωτική παρουσία της δασείας στο αρχικό ὑ- δεν έχει λάβει ακόμη επαρκή εξήγηση, αλλά μάλλον πρόκειται για φωνητικό φαινόμενο (συνοδίτης φθόγγος) και δεν έχει ετυμολογική προέλευση.        

(Σταύρος Γκιργκένης)

Η προελληνική καταγωγή του ονόματος του Οδυσσέα





Το όνομα του θρυλικού ήρωα του έπους θεωρείται γενικά ότι έχει προελληνική προέλευση, ανήκει δηλαδή στο γλωσσικό υπόστρωμα των λαών που αφομοίωσαν με την πάροδο του χρόνου οι Έλληνες. 

Η προσπάθεια ετυμολογίας από το ὀδύσσομαι (= ο Μισητός) αποτελεί λαϊκή παρετυμολογία. Η προελληνική προέλευση του ονόματος καθίσταται ολοφάνερη από την ποικιλία με την οποία εμφανίζεται το όνομα στην Ελληνική, αποτέλεσμα της προσπάθειας των Ελλήνων να αποδώσουν τους φθόγγους μιας ξένης γλώσσας. 

Έτσι βρίσκουμε τους τύπους Οδυσ(σ)εύς με δέλτα, και Ολυτ(τ)εύς, Ολυσ(σ)εύς, Ολισεύς, Ωλυσσεύς, Ουλίξης, Ουλιξεύς, λατινικά Ulixes, ετρουσκικά Utuse. Βλέπουμε μια εναλλαγή μεταξύ δ και λ (ο ετρουσκικός τύπος Utuseείναι δάνειο από κάποια ελληνική διάλεκτο με δ, ο λατινικός τύπος είναι δάνειο από κάποια δυτική ελληνική διάλεκτο με λ), γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στην προφορά του προελληνικού φθόγγου ως κάτι μεταξύ δ και λ. 

Η εναλλαγή αυτή εμφανίζεται και σε άλλες λέξεις προελληνικής καταγωγής. Πβ. το κλασικό παράδειγμα λαβύρινθος, που στην μυκηναϊκή εμφανίζεται ως δαβύρινθος.[1] Το αρχικό Ο-/Ου-/Ω- μπορεί να είναι προθετικό φώνημα. Πβ. Χαττικό Λύξης (που ήταν και όνομα του πατέρα του Ηρόδοτου), Λυδικό Λίξος. 
[Πηγή: Beekes, “Pre-Greek Names”, JIS 37, 2009]


[1] Παλαιότερα η λέξη συνδεόταν με τη λυδική λέξη λάβρυς που σύμφωνα με τον Πλούταρχο (302Α) σήμαινε «πέλεκυς». Έτσι λαβύρινθος θα ήταν «ο οίκος των διπλών πελέκεων» με αναφορά στο περίφημο μινωικό σύμβολο. Μερικοί μάλιστα πρότειναν ότι το λυδικό σύμβολο για το λ (˘|˘) παριστάνει ένα διπλό πελέκι. 

Σήμερα η λέξη τείνει να συνδεθεί με τον χεττιτικό βασιλικό τίτλο labarna/tabarna, όπου παρατηρούμε πάλι την εναλλαγή υγρού και οδοντικού. 

Συνεπώς λαβύρινθος = «ο οίκος του βασιλιά». Πβ. το καρικό τοπωνύμιο Λαβρύανδα και θεωνύμιο Λαύραυνδος. Στη μυκηναϊκή απαντά η έκφραση «πότνια δαβυρίνθοιο» = «η βασίλισσα, η δέσποινα, η κυρά του λαβύρινθου». 

Η προφορά του φθόγγου /ρ/ στα αρχαία Ελληνικά





Ο φθόγγος /ρ/ κατατασσόταν από τους αρχαίους γραμματικούς στα λεγόμενα υγρά σύμφωνα, συνήθως μαζί με το /λ/, αλλά ενίοτε και μαζί με τα /μ,ν/, τα λεγόμενα έρρινα. Η διεθνής ορολογία liquid προέρχεται από το λατινικό liquidus, το οποίο αποτελεί με τη σειρά του μετάφραση του ελληνικού όρου. 

Σύμφωνα με την πιο αποδεκτή ερμηνεία ο όρος σημαίνει εδώ «ρευστά, ασταθή» και επινοήθηκε από μετρική σκοπιά: συμφωνικά συμπλέγματα που αποτελούνται από ένα κλειστό σύμφωνο + ρ,λ,μ,ν μπορούν από μετρική άποψη να κάνουν την ποσότητα μιας προηγούμενης συλλαβής που περιέχει βραχύ φωνήεν «βαριά» ή «ελαφριά» ανάλογα με τις μετρικές ανάγκες. Για παράδειγμα η γενική πατρός, αν συλλαβιζόταν στο στίχο ως πατρ-όςέδινε βαριά συλλαβή (πατρ-), ενώ αν συλλαβιζόταν πατ-ρός έδινε ελαφριά (πατ- ).

Από τις περιγραφές των αρχαίων γραμματικών και του Πλάτωνα συμπεραίνουμε ότι στα περισσότερα περιβάλλοντα το /ρ/ προφερόταν παλλόμενο και ηχηρό, όπως και σήμερα. Ωστόσο σε ορισμένα περιβάλλοντα φαίνεται ότι είχε και μια άηχη, δασυνόμενη ποικιλία (αλλόφωνο). Αυτό μαρτυρείται πρώτα-πρώτα από το γεγονός ότι στις περισσότερες ελληνικές διαλέκτους το αρχικό ρ- δασύνεται, ῥ, δηλαδή ακουγόταν ως rh. Την προφορά μαρτυρούν και τα λατινικά δάνεια, όπως λ.χ. rhetor =ῥήτωρ.

Αρχαϊκές επιγραφές που χρησιμοποιούν το Η (h), για να δηλώσουν τη δασεία, σημειώνουν το δασυνόμενο ρ, όπως ο κερκυραϊκός τύπος ΡΗΟFΑΙΣΙ (=ρhοFαῖσι = αττικόῥοαῖσι), παλαιό αττικό Φρεάρhιος σε όστρακα από τον οστρακισμό του Θεμιστοκλή, βοιωτικό hραφσαFοιδοῖ = ῥαψῳδῷ. Ο βοιωτικός τύπος, αλλά και η αρχαία αρμενική μεταγραφή hretor (ομοίως στην Κοπτική Αιγυπτιακή), δείχνουν ότι η δασεία μπορούσε ορθογραφικά να σημειώνεται και πριν και μετά από το /ρ/. Αυτό δείχνει ότι η δασεία δεν αποτελούσε εδώ ξεχωριστό φθόγγο, αλλά μέρος της ποιότητας του φθόγγου, δηλαδή ο φθόγγος ήταν ο ίδιος δασύς. 

Η σύγχρονη τσακωνική εξέλιξη ši- (=παχύ σίγμα) από λακωνικό ῥι- παρέχει διαλεκτική υποστήριξη σ’ αυτήν την προφορά. Σε νομίσματα της δυναστείας Kušan (2ος αιώνας μ.Χ.) που χρησιμοποιούν το ελληνικό αλφάβητο ο ιρανοβακτριανός φθόγγος š αποδίδεται με το ελληνικό Ρ.

Ψιλωτικές διάλεκτοι, όπως η αιολική, φαίνεται ότι πρόφεραν ηχηρά και το αρκτικό ρ-, όπως λ.χ. ῤάρος (=έμβρυο, βρέφος) που παραδίδεται από τον σχολιαστή του Διονυσίου του Θρακός ως αιολική λέξη. Το αναδιπλασιασμένο -ρρ- στο εσωτερικό λέξης σύμφωνα με τους γραμματικούς ήταν ψιλωμένο στο πρώτο του στοιχείο και δασυνόμενο στο δεύτερο, δηλαδή ῤῥ. Ο φθόγγος επομένως άρχιζε ως ηχηρός και κατέληγε ως δασύς. 

Από τους αρχαίους γραμματικούς μαθαίνουμε ότι το -ρ- ήταν δασύ και ύστερα από δασέα κλειστά σύμφωνα, δηλαδή στα συμπλέγματα φρ, χρ, θρ. Δηλαδή η δασύτητα του πρώτου φθόγγου επηρέαζε και το ρ. Αυτό υποδεικνύουν και λατινικές μεταγραφές, όπως Prhygia, Crhysippus. Αυτή η εξέλιξη μάς βοηθά να καταλάβουμε και την αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή γιατί το τέτρ-ἱππος γράφεται τέθριππος και το προ-ὁρα (=prohora) γίνεται φρουρά. 

Στην τελευταία λέξη η δασύτητα μεταφέρεται στο ρ (>ῥ), τα δύο φωνήεντα συναιρούνται και στη συνέχεια το ῥ μεταφέρει τη δασύτητά του στο προηγούμενο σύμφωνο (π>πh>φ). 

Φαίνεται ότι η δασύτητα του αρκτικού ρ- οφείλεται στο ιστορικό γεγονός ότι προήλθε τις περισσότερες φορές από προηγούμενο σρ-. Το σ- γινόταν δασεία που μεταφερόταν μετά στο ρ, δηλαδή σρ>hρ>ῥ-. Π.χ. σρέω>ῥέω. Από εδώ επηρεάστηκαν και αρχαία συμπλέγματα που άρχιζαν με δίγαμμα, δηλαδή wρ>hρ>ῥ-. Π.χ. wρέζω>ῥέζω.

Στον προφορικό αρχαίο λόγο φαίνεται ότι ένα αρχικό ρ- μπορούσε να αναδιπλασιαστεί, εάν σε συνεχόμενη ροή λόγου τύχαινε να βρεθεί μετά από ληκτικό βραχύ φωνήεν. Αυτό γίνεται αντιληπτό έμμεσα χάρη σε μετρικές ιδιομορφίες στα διαλογικά μέρη της τραγωδίας και της κωμωδίας. Π.χ. η συνεκφορά τίνι ῥυθμῷ (Ευρ.,Ελ. 772) προϋποθέτει από μετρική άποψη συνεχόμενη προφορά τίνιρρυθμῷ, δηλαδή ο ποιητής μεταχειρίζεται το ρ σαν να είναι στο εσωτερικό μιας και μόνο λέξης. 

O τονισμός της Αρχαίας Ελληνικής


Ο τονισμός στις διάφορες γλώσσες του κόσμου έχει διάφορες ποικιλίες, αλλά χοντρικά μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο βασικά είδη τόνου: τον δυναμικό τόνο, στον οποίο το τονισμένο φωνήεν της λέξης προφέρεται σε διαφορετική ένταση φωνής από τα υπόλοιπα φωνήεντα. Και στον μουσικό τόνο, όπου το τονισμένο φωνήεν προφέρεται σε διαφορετικό ύψος φωνής από τα υπόλοιπα φωνήεντα. 

Δυναμικό τόνο έχει η Νέα Ελληνική και οι περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Μουσικό τόνο έχει λ.χ. η Νορβηγική και η Κινεζική. Ωστόσο μουσικά στοιχεία υπάρχουν και σε γλώσσες με δυναμικό τονισμό, μόνο που δεν είναι λεξικά, αλλά λειτουργούν σε προτασιακό επίπεδο. Π.χ. στο τέλος μιας ερώτησης ή μιας έκφρασης θαυμασμού. 

Αυτό ονομάζεταιεπιτονισμός και συνήθως σημειώνεται με τα σημεία στίξης (λ.χ, !, ;). Αλλά και αντίστροφα: στο μουσικό τόνο συνήθως ενυπάρχουν και στοιχεία του δυναμικού. Λ.χ. η άνοδος του ύψους της φωνής μπορεί να συνοδεύεται από αύξηση ή μείωση της έντασής της.

Η Αρχαία Ελληνική είχε μουσικό τόνο. Αυτό αποδεικνύεται από τα εξής στοιχεία:

1) Οι περιγραφές των αρχαίων γραμματικών παραπέμπουν σε μουσικό τονισμό. Ο Αριστοτέλης περιγράφει στη Ρητορική τον τονισμό ως ένα είδος αρμονίας. Στη μουσική παραπέμπουν και οι όροι που χρησιμοποιούνται: οξεία ( =ψηλή φωνή), βαρεία (=βαριά φωνή), αλλά προπάντων ο όρος προσωδία (= η μουσική που συνοδεύει τις συλλαβές) και οι όροι τόνος ή τάσις (=τέντωμα), οι οποίοι προέρχονται από το τέντωμα (επίτασις) ή τη χαλάρωση (άνεσις) των χορδών των μουσικών οργάνων χάρη στα οποία ποικίλλει το ύψος ενός μουσικού οργάνου.

2) Το μέτρο (=ρυθμός) των ποιημάτων δεν δημιουργείται από την εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών, όπως στα Νέα Ελληνικά και τις γλώσσες με δυναμικό τόνο, αλλά από την εναλλαγή μακρών και βραχειών συλλαβών. Ο τόνος δεν λαμβάνεται υπόψη στη δημιουργία του μέτρου.

3) Στις σπάνιες περιπτώσεις που έχει διασωθεί η μουσική που συνόδευε τα ποιήματα (λ.χ. επιτάφιο άσμα του Σείκιλου -βλ. την εικόνα που ακολουθεί), αυτή λαμβάνει γενικά υπόψη της την έμφυτη μουσικότητα των λέξεων: έτσι λ.χ. οι συλλαβές που έχουν οξεία είναι σε υψηλότερη νότα από τις άλλες συλλαβές της λέξης που δεν έχουν οξεία.




4) Η δημιουργία σημαδιών από το 200 π.Χ. και μετά για τη δήλωση του τόνου υποδεικνύει ότι οι δάσκαλοι τα θεωρούσαν απαραίτητα, για να μάθουν οι μαθητές ένα σύστημα τονισμού που είχε αρχίσει να εκλείπει ή τουλάχιστον να τους δυσκολεύει. [i]


ΒΡΑΧΕΑ-ΜΑΚΡΑ ΦΩΝΗΕΝΤΑ-ΔΙΦΘΟΓΓΟΙ
Η Αρχαία Ελληνική διέκρινε βραχέα και μακρά φωνήεντα. Η διάκριση αφορούσε το χρόνο εκφοράς: τα βραχέα εκφέρονταν σε ένα χρόνο, τα μακρά σε διπλάσιο. Οι δίφθογγοι από αυτή την άποψη μπορούν να θεωρηθούν ως ειδική περίπτωση των μακρών, με τη διαφορά ότι ο δεύτερος χρόνος καλυπτόταν από διαφορετικό φωνήεν σε σχέση με τα μακρά. Έτσι έχουμε:

Βραχέα: ε, ο, υ, ι, α

Μακρά: η (=εε), ω (=οο), α (=αα), ι (=ιι), υ (=υυ)


Παράδειγμα διφθόγγου: αι = όπως ακούγεται στη λέξη καημός.


ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΟΝΙΣΜΟΥ
Ήταν τρία: οξεία ’, βαρεία ‛ , οξυβάρεια ’‛ ή περισπωμένη.


ΟΙ ΤΟΝΟΙ
Στην οξεία το ύψος της φωνής ανέβαινε στο τονισμένο φωνήεν. Μια υπόθεση λέει ότι ανέβαινε κατά ένα διάστημα πέμπτης, δηλαδή στην κλίμακα λ.χ. του ντο από το ντο στο σολ.

Στη βαρεία το ύψος της φωνής ήταν καθοδικό σε σχέση με την οξεία. Δηλαδή η φωνή κατέβαινε ξανά στο ντο ή εν πάση περιπτώσει στο κανονικό, ασημάδευτο ύψος φωνής των άτονων φωνηέντων. Κάποια στιγμή σημειωνόταν καταχρηστικά σε όλα τα μη τονισμένα φωνήεντα. Αργότερα η χρήση της περιορίστηκε μόνο σε λέξεις που κανονικά έπαιρναν οξεία στη λήγουσα (οξύτονες) και μετά δεν ακολουθούσε ισχυρό σημείο στίξης (λ.χ. τελεία) ή εγκλιτικό. Μια εύλογη υπόθεση είναι ότι η άνοδος του ύψους της φωνής σ' αυτή την περίπτωση δεν ήταν τόσο υψηλή όσο στην κανονική οξεία. 

Η περισπωμένη (οξυβάρεια) σημείωνε την άνοδο της φωνής στον πρώτο χρόνο και την κάθοδό της στο δεύτερο χρόνο (σύνθετος τόνος). Επομένως χρειάζεται δύο χρόνους για να εκφραστεί, και άρα αφορά μόνο τα μακρά φωνήεντα και τις διφθόγγους. Αυτός είναι ο λόγος που μαθαίνουμε τον κανόνα ότι τα βραχέα φωνήεντα δεν παίρνουν ποτέ περισπωμένη: τα βραχέα έχουν μόνο ένα χρόνο. 

Ένας άλλος κανόνας που μαθαίνουμε στο σχολείο είναι ότι οι δίφθογγοι -οι και -αι στο τέλος κλιτής λέξης λογαριάζονται για τον τονισμό ως βραχέα φωνήεντα και όχι ως μακρά: στην περίπτωση αυτή το δεύτερο στοιχείο της διφθόγγου, το -ι, πρέπει να μετατρεπόταν στον καθημερινό γρήγορο λόγο σε ημίφωνο -y (όπως λ.χ. στα Νέα Ελληνικά το -ι- στη λέξη παιδιά, προφορά πεδyά), δηλαδή σε σύμφωνο, άρα η προφορά ήταν -oy, -ay και επομένως η δίφθογγος απέμενε μόνο με έναν φωνηεντικό χρόνο (ο ή α), άρα μπορούσε να θεωρηθεί ως βραχύ φωνήεν. Όταν ένα μακρό φωνήεν έπαιρνε οξεία, αυτό σημαίνει ότι το ύψος της φωνής ανέβαινε μόνο στον δεύτερο χρόνο. Παράδειγμα:

κέὲπος = κῆπος
κεέπου =κήπου


Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΣΥΛΛΑΒΙΑΣ
Ο βασικότερος ίσως κανόνας τονισμού της Αρχαίας Ελληνικής είναι ότι ο τόνος δεν μπορεί να ανέβει πριν από την προπαραλήγουσα (δηλαδή την τρίτη συλλαβή από το τέλος) κι αυτό όταν η λήγουσα είναι βραχεία. Όταν η λήγουσα είναι μακρά, ο τόνος κατεβαίνει αναγκαστικά στην παραλήγουσα. Π.χ. το όφελος, αλλά του οφέλους. 

Στην πραγματικότητα πίσω από αυτό τον κανόνα κρύβεται ένας γενικότερος, βασικότερος και παλιότερος: ο τόνος δεν μπορεί να ανέβει πέρα από τον τρίτοφωνηεντικό χρόνο από τη λήγουσα. Στο παράδειγμα με τη λέξη όφελος ο κανόνας είναι ολοφάνερος:

όφελος: όλα τα φωνήεντα είναι βραχέα, άρα διαρκούν από έναν χρόνο (3Χ1). Η λέξη τονίζεται στον τρίτο χρόνο από τη λήγουσα.

οφέλους: το ου της κατάληξης είναι δίφθογγος, άρα έχει δύο χρόνους, συνεπώς συνολικά η λέξη έχει τώρα 1+1+2 =4 χρόνους. 

Ο τόνος κατεβαίνει αναγκαστικά στον τρίτο χρόνο από το τέλος, άρα πάει στην παραλήγουσα.

Το ίδιο σχήμα ερμηνεύει και δισύλλαβες λέξεις, όπου φαινομενικά δεν έπρεπε να ισχύει ο νόμος της τρισυλλαβίας. Ισχύει όμως ο πιο βασικός νόμος της τριχρονίας:

κῆπος =κέεπος, ο τόνος πέφτει στον τρίτο χρόνο από το τέλος.

κήπου = κεέπου, ο τόνος πέφτει στον τρίτο χρόνο από το τέλος.[ii]

κῆποι = κέεποι, ο νόμος φαινομενικά μόνο παραβιάζεται, αφού είπαμε ότι το -οι στο τέλος κλιτής λέξης γίνεται oy και του απομένει μόνο ένας φωνηεντικός χρόνος: πραγματική προφορά κέεποy.


Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΤΟΝΟ
Η αλλαγή του τόνου από μουσικό σε δυναμικό ήταν βαθμιαία διαδικασία που ξεκίνησε αμέσως μετά την κλασική εποχή για τις περισσότερες ελληνικές διαλέκτους (υπάρχουν υποψίες ότι στη λακωνική ξεκίνησε ήδη από το τέλος της αρχαϊκής εποχής). Στην ενίσχυση της αλλαγής έπαιξε ίσως σημαντικό ρόλο και η διάδοση της Ελληνικής σε ξένους λαούς που δεν ήταν σε θέση να αναπαραγάγουν τα λεπτά μουσικά σχήματα της Ελληνικής, όπως σήμερα οι ξένοι ομιλητές της αγγλικής δεν μπορούν να αναπαραγάγουν εύκολα την λονδρέζικη προφορά και συνήθως υιοθετούν μια προφορά των δύσκολων φθόγγων πιο κοντά στη δική τους μητρική γλώσσα. 

Επιπλέον ο μουσικός τόνος χρειαζόταν τα μακρά φωνήεντα και τις διφθόγγους, για να εκφραστεί. Η βαθμιαία μετατροπή των μακρών σε βραχέα και ο μονοφθογγισμός των διφθόγγων (π.χ. καιρός > καερός > κεερός > κερός) οδήγησε στην απώλεια και του μουσικού τονισμού. 

Η μετάβαση στο δυναμικό τονισμό φαίνεται να ολοκληρώθηκε στους δύο πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, αφού τα ποιήματα του Κλήμεντος από την Αλεξάνδρεια (τέλος 2ου αιώνα μ.Χ.) ή του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού (4ος αιώνας μ.Χ.) στηρίζονται στην εναλλαγή άτονων και τονισμένων συλλαβών, όπως στα Νέα Ελληνικά (βέβαια οι λόγιοι ποιητές εξακολούθησαν να γράφουν στα παραδοσιακά μέτρα για αιώνες ακόμη). Ενδιάμεσα την επικράτηση του δυναμικού τονισμού μαρτυρούν ορθογραφικά «λάθη» σε παπυρικά ευρήματα από καθημερινούς ανθρώπους. 

Έτσι λ.χ. συχνά το ε γράφεται ως γιώτα σε άτονες συλλαβές: είναι γνωστό ότι ο δυναμικός τόνος έχει την τάση να «εξασθενεί» τα άτονα φωνήεντα, οδηγώντας τα ακόμη και στην οριστική έκπτωση από τη λέξη. Ένα παρόμοιο φαινόμενο παρουσιάζεται στα λεγόμενα βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα: π.χ. νιρό αντί νερό, σκλί αντί σκυλί κ.ο.κ.[iii] 


[i] Υπήρχαν φυσικά και άλλοι λόγοι για την επινόηση των τονικών σημαδιών, ο κυριότερος από τους οποίους ήταν η ανάγκη να σημειωθούν οι τόνοι σε διαλεκτικά κείμενα των οποίων ο τονισμός διέφερε από τον επικρατούντα αττικό. Λ.χ. τα κείμενα των Λέσβιων αρχαϊκών λυρικών (Σαπφώ, Αλκαίος) ήταν γραμμένα σε μια διάλεκτο που είχε την τάση να ανεβάζει τον τόνο των λέξεων μακριά από τη λήγουσα. Π.χ. πόταμος αντί ποταμός. 

Επίσης τα ομηρικά κείμενα ήταν γεμάτα με ιωνικούς, λεσβιακούς και άλλους πανάρχαιους τύπους και οι μαθητές και οι σπουδαστές έπρεπε να μάθουν τον σωστό τονισμό αυτών των λέξεων, πολλές από τις οποίες δεν χρησιμοποιούνταν πια στην ελληνιστική εποχή. Τέλος στη χρήση τόνων μπορεί να συνέβαλε και η ανάγκη των ξένων να μάθουν σωστά την Ελληνική.

[ii] Αυτόν τον νόμο τον μαθαίνουμε μηχανικά στο σχολείο ως «μακρό μπροστά από βραχύ περισπάται», «μακρό μπροστά από μακρό οξύνεται».

[iii] Ο κλασικός λακωνικός τύπος σιός αντί θεός (με «αδυνάτισμα» του άτονου ε σε ι) είναι μία από τις ενδείξεις που εξαιτίας τους οι γλωσσολόγοι υποπτεύονται ότι στη λακωνική η εξέλιξη προς το δυναμικό τόνο ξεκίνησε νωρίτερα από τις άλλες διαλέκτους. [Ο λακωνικός τύπος είναι ενδιαφέρων και από μια άλλη άποψη: δείχνει ότι τα δασέα σύμφωνα όπως το -θ- (κλασική προφορά περίπου /τχ/ =τχεός) ξεκίνησαν να γίνονται τριβόμενα (όπως σήμερα) στη λακωνική επίσης νωρίτερα σε σχέση με άλλες αρχαίες διαλέκτους: το σ- φαίνεται να αποτελεί απόπειρα να αποδοθεί ένα τριβόμενο θ όπως το σημερινό με τον πιο κοντινό φθόγγο που διέθετε το ελληνικό αλφάβητο, με άλλα λόγια η λακωνική προφορά στην πράξη πρέπει να ήταν /θιός/ ή /θyός/ με συνίζηση)]. 

Η επικράτηση ισχυρού δυναμικού τόνου είναι και ο λόγος που λ.χ. στη Γαλλική υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά μεταξύ ιστορικής ορθογραφίας και πραγματικής προφοράς. Η Λατινική, ο πρόγονος της Γαλλικής, είχε επίσης μουσικό τόνο. Στην πορεία προς τη Γαλλική η επικράτηση δυναμικού τονισμού οδήγησε στον ακρωτηριασμό των άτονων συλλαβών: ils aiment πραγματική προφορά ilz-em. Ο ακρωτηριασμός των καταλήξεων οδήγησε στο να τονίζονται όλες οι γαλλικές λέξεις στη λήγουσα!



Τι σήμαινε το όνομα του Αχιλλέα;




Ο ισχυρότερος ήρωας των Αχαιών στην επική παράδοση φέρει όνομα, το οποίο έχει γνήσια μυκηναϊκή καταγωγή, αφού απαντά στις μυκηναϊκές πινακίδες της Εποχής του Χαλκού ως όνομα καθημερινών ανθρώπων και στην Κνωσό και στην Πύλο (Αχιλλεύς, Αχιλλήwει -ονομαστική και δοτική αντίστοιχα). 

Παλιότερα υπήρχε μια τάση να συνδεθεί το όνομα με το πρώτο στοιχείο του ονόματος των ποταμών Αχελώος και Αχέρων, όπου η ρίζα αχ- θα συνδεόταν με την έννοια «ύδωρ, νερό» και ίσως να είχε και χθόνιες συνδηλώσεις.

Σήμερα η άποψη αυτή έχει γενικά εγκαταλειφθεί και οι περισσότεροι ειδικοί συνδέουν το όνομα με τη ρίζα της λέξης ἄχος (=πόνος, θλίψη, στενοχώρια, άγχος αγωνία, λύπη). Η σύνδεση αυτή είχε γίνει ήδη από την αρχαία εποχή και αναβίωσε χάρη σε τρεις σπουδαίους φιλολόγους της σύγχρονης εποχής, τους Kretschmer, Palmer και Nagy. 

Ο πρώτος θεωρεί ότι το όνομα σχηματίστηκε ως εξής (οι τύποι με αστερίσκο είναι υποθετικοί):

ἄχος > *ἀχίλος (όπως οργή > οργίλος) > Ἀχιλλεύς. Στην περίπτωση αυτή το όνομα θα σήμαινε «αυτός που έχει τάση για ἄχος» με το ἄχος να έχει μια από τις σημασίες που αναφέρονται παραπάνω. Ομοίως οργίλος = αυτός που έχει τάση για οργή.

Οι Palmer και Nagy θεωρούν ότι το όνομα είναι σύνθετο, ἄχος + λαwός (= στρατός), και σχηματίστηκε ως εξής:

ἀχι- (η μορφή που παίρνουν αντίστοιχα ουσιαστικά κατά τη σύνθεση. Πβ. κῦδος > κυδι-άνειρα / κάλλος > καλλι-άνασσα) > *Ἀχί-λαwος > Αχιλλεύς. Στην περίπτωση αυτή το όνομα θα ήταν υποκοριστικό. Πβ. Πατροκλέwης > Πάτροκλος, Εχέλαwος > Έχελος, Πενθίλαwος > Πένθιλος. 

Ο διπλασιασμός του συμφώνου (εδώ -λλ-) είναι συχνός στα υποκοριστικά (π.χ. Χάριλλος < Χαρίλαος, Κλεόμμας < Κλεομένης), το ίδιο και η κατάληξη -εύς (Αλεξεύς < Αλέξανδρος). Στην περίπτωση αυτή το όνομα θα σήμαινε «αυτός που προκαλεί ἄχος στον στρατό»


[Πηγές: G. Holland, "The name of Achilles", Glotta 71, 1993, 17-27]